- ζυγηφόρος
- ζυγηφόρος, -ον (Α)ποιητ. αντί ζυγοφόρος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζυγηφόρος (πρβλ. λαμπαδηφόρος, ασπιδηφόρος) αντί ζυγοφόρος για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγηφόρον — ζυγηφόρος masc/fem acc sg ζυγηφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγηφόρους — ζυγηφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγοφόρος — ζυγοφόρος, ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek